- λέπι
- écaille
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λέπι — το (AM λέπιον, Μ και λέπιο) μικρό πετάλιο επιδερμίδας αποτελούμενο από συνεχόμενα κύτταρα κεράτινης στιβάδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, όπως είναι οι υπερκερατώσεις ή η πιτυρίδα νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
λέπι — το ιού, το καθένα από τα μικρά πλακίδια που καλύπτουν το σώμα ψαριών και ερπετών: Καθάρισα καλά τα λέπια του ψαριού πριν το μαγειρέψω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φολίδα — η / φολίς, ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α 1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι 2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένων νεοελλ. 1. μεταλλικό έλασμα 2 … Dictionary of Greek
λεπιοειδής — ές [λέπι] αυτός που μοιάζει με λέπι … Dictionary of Greek
σπερμοβλαστοφόρος — ο, Ν φρ. α) «σπερμοβλαστοφόρο λέπι» βοτ. το λέπι που φέρει τις σπερματικές βλάστες και στη συνέχεια τα σπέρματα στον θηλυκό κώνο τών κωνοφόρων δένδρων β) «σπερμοβλαστοφόρος κώνος» βοτ. ο θηλυκός κώνος τών κωνοφόρων δένδρων ο οποίος φέρει τα… … Dictionary of Greek
αλεπίδωτος — ἀλεπίδωτος, ον (Α) ο αλέπιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λεπιδωτός < λεπιδοῦμαι. λεπίς ίδος «λέπι»] … Dictionary of Greek
δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… … Dictionary of Greek
λέπιον — λέπιον, τὸ (ΑM, Μ και λέπιο) βλ. λέπι … Dictionary of Greek
λέπος — το (Α λέπος) [λέπω] λέπι ή φολίδα αρχ. φλοιός, κέλυφος («κυάμου λέπος», Λουκ.) … Dictionary of Greek
λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… … Dictionary of Greek
λεπιδοειδής — ές (Α λεπιδοειδής, ές) [λεπίς] αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι νεοελλ. φρ. «λεπιδοειδές οστό» το τμήμα τού κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς … Dictionary of Greek